- Γαλιλαίος
- (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική-πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως τον θεμελιωτή της σύγχρονης επιστήμης και μία από τις μεγαλύτερες και πιο θαυμαστές φυσιογνωμίες της ανθρωπότητας.
Γιος του Βιτσέντζο Γκαλιλέι, διάσημου μουσικού της φλωρεντινής καμεράτα, και της Τζούλια των Αμανάτι, ο Γ. κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για τη μουσική, τη ζωηρή διάθεση και τον ανεξάρτητο και ανυπότακτο σε οποιαδήποτε επιβολή χαρακτήρα. Όταν το 1574 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, ο Γ. έλαβε στην πόλη αυτή την πρώτη του εκπαίδευση, καθαρά ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Έτσι έγινε, μεταξύ άλλων, δεξιοτέχνης στο φλάουτο και καλλιέργησε με πάθος το σχέδιο. Μαρτυρίες για τη φιλολογική παιδεία του Γ. και την καλαισθησία του ως διανοούμενου αποτελούν τα νεανικά του κείμενα για τον Δάντη, τον Μαινόμενο Ορλάνδο και την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Αλλά ο πατέρας του είχε αποφασίσει να τον κάνει γιατρό και το 1581 τον έστειλε στο πανεπιστήμιο της Πίζα. Στο ίδρυμα αυτό κυριαρχούσαν τότε η φιλοσοφία και η φυσική του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα η διδασκαλία της αστρονομίας βασιζόταν στο αριστοτέλειο γεωκεντρικό σύστημα, που το τελειοποίησε τον 2o αι. μ.Χ. ο Πτολεμαίος. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, το σύμπαν είναι μια τέλεια σφαίρα, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ακίνητη η Γη και γύρω από αυτήν περιφέρονται τα ουράνια σώματα. Το 1532 ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος είχε ωστόσο δημοσιεύσει ένα βιβλίο, στο οποίο αναφερόταν σε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα, όπου ο Ήλιος ήταν ακίνητος στο κέντρο του σύμπαντος και γύρω από αυτόν περιφέρονταν οι πλανήτες. Η θεωρία του όμως δεν είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς.
Σύμφωνα με όσα διηγείται ο Βιτσέντζο Βιβιάνι, μαθητής και βιογράφος του Γ., ο δάσκαλός του, μόλις 19 ετών, είχε κάνει στην Πίζα την πρώτη του ανακάλυψη. Βρισκόταν μια μέρα στον καθεδρικό ναό, όταν παρατηρώντας τις ταλαντώσεις ενός πολυελαίου, διαπίστωσε ότι η διάρκεια αυτών των ταλαντώσεων παρέμενε πάντα η ίδια, αν και το πλάτος τους ελαττωνόταν συνεχώς. Χρησιμοποιώντας τον σφυγμό του για χρονόμετρο, διαπίστωσε ότι πράγματι αυτό συνέβαινε. Επανέλαβε στο σπίτι του την παρατήρηση με τα πιο διαφορετικά ταλαντούμενα σώματα και πάντα έβρισκε ότι η διάρκεια των ταλαντώσεων για καθένα από αυτά παρέμενε σταθερή παρά την απόσβεσή τους. Συνεπώς, οι ταλαντώσεις ενός εκκρεμούς επέτρεπαν τη μέτρηση του χρόνου. Αυτή υπήρξε μια σημαντικότατη ανακάλυψη, που αποτελεί έως σήμερα τη βάση της λειτουργίας των ρολογιών. Εκτός από αυτό, θεμελίωσε και την πειραματική μέθοδο που θα ακολουθούσε στα πειράματά του. Η μέθοδος αυτή έγινε ο δρόμος για την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης.
Ο Γ. σπούδαζε για τρίτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της Πίζα, όταν γοητεύτηκε τόσο πολύ με τη μελέτη των μαθηματικών, ώστε αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιατρική και να γυρίσει στη Φλωρεντία. Ο Οστίλιο Ρίτσι, μαθητής του Ταρτάλια, του μετέδωσε την αγάπη για τον Αρχιμήδη, όπως φαίνεται από τα πρώτα έργα του Γ., δηλαδή την εφεύρεση του υδροστατικού ζυγού για τον προσδιορισμό του ειδικού βάρους των σωμάτων και την ανακάλυψη μερικών θεωρημάτων για το κέντρο βάρους (1586-87). Οι δύο αυτές εργασίες τού εξασφάλισαν, σε ηλικία 25 ετών, τον τίτλο του καθηγητή των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Πίζα. Αλλά ο μισθός ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες του, ιδιαίτερα όταν μετά τον θάνατο του πατέρα του το βάρος της πολυμελούς οικογένειάς του στηρίχτηκε στους ώμους του. Οι οικονομικές δυσκολίες και η έντονη μελέτη δεν επηρέασαν ωστόσο την πληθωρική ζωτικότητα και τον χαρούμενο χαρακτήρα του Γ., ο οποίος αγαπούσε τη ζωηρή συζήτηση με μαθητές και φίλους, τις συνεστιάσεις και το καλό κρασί. Το 1592 κατάφερε να βρει μια θέση με καλύτερη αμοιβή στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου ανέλαβε την έδρα των μαθηματικών. Τα 18 χρόνια που παρέμεινε σε αυτή την πόλη υπήρξαν για τον Γ. τα καλύτερα της ζωής του, ιδιαίτερα εξαιτίας της σημαντικής ελευθερίας σκέψης, που εξασφάλισε η Δημοκρατία της Βενετίας.
Σε αυτή την περίοδο είχε μια πιστή σύντροφο, τη Βενετσιάνα Μαρίνα Γκάμπα, από την οποία απέκτησε τρία παιδιά, δύο κόρες και έναν γιο. Στην Πάντοβα ο Γ. δίδασκε όχι μόνο στο πανεπιστήμιο, όπου οι παραδόσεις του είχαν τεράστια επιτυχία, αλλά ακόμα και σε φοιτητές που έπαιρνε οικότροφους στο σπίτι του. Το ενδιαφέρον του για την τεχνική τον απασχολούσε για πολύ στο εργαστήριό του, όπου με τη βοήθεια ενός μηχανικού κατασκεύασε μαθηματικά όργανα. Εκεί επινόησε και κατασκεύασε έναν ευφυέστατο υπολογιστικό κανόνα, τον λεγόμενο γεωμετρικό και στρατιωτικό διαβήτη,και ένα θερμοσκόπιο, πρόδρομο του θερμόμετρου. Σε αυτά τα χρόνια της έντονης εργασίας συμπλήρωσε τις έρευνές του στα μηχανικά φαινόμενα και τα αποτελέσματά τους δημοσιεύτηκαν από τον ίδιο σε ένα έργο που είναι η κορυφή της εργασίας του.
Το 1604 εμφανίστηκε στον ουρανό ένας νέος αστέρας και όλοι έσπευσαν στις διαλέξεις του Γ. για να μάθουν τη γνώμη του. Αυτός διαβεβαίωσε ότι ο νέος αστέρας βρισκόταν πολύ πέρα από τη Σελήνη και αυτή η διαβεβαίωση ακούστηκε ως κραυγή ανταρσίας εναντίον μιας χιλιόχρονης αρχής, που δεν επιδεχόταν συζήτηση. Ο Αριστοτέλης είχε διακρίνει δύο κόσμους: τον κόσμο των ουρανών, όπου όλα παραμένουν αιώνια αμετάβλητα, και τον κόσμο κάτω από τη Σελήνη, δηλαδή καθετί που βρισκόταν μέσα στη σφαίρα της Σελήνης, όπου όλα διαβρώνονται και χάνονται. Σε αυτό τον κόσμο ανήκε και η Γη. Η διαβεβαίωση ότι ο νέος αστέρας βρισκόταν πολύ πιο μακριά από τη Σελήνη αντιστοιχούσε με τον ισχυρισμό ότι κάτι άλλαξε στους ουρανούς, οι οποίοι έπρεπε να μένουν παντοτινά αμετάβλητοι. Ο Γ. μιλούσε έτσι ανοιχτά εναντίον των αρχαίων και καθιερωμένων ιδεών. Αλλά η ρήξη επήλθε πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Γ. έστρεψε προς τον ουρανό το τηλεσκόπιο και είδε αυτό που το ανθρώπινο μάτι δεν είχε αντικρίσει ακόμα.
Τα τηλεσκόπια κατασκευάζονταν τότε στην Ολλανδία, αλλά ο Γ. υπήρξε ο πρώτος που διαπίστωσε τις τεράστιες δυνατότητές τους, τα τελειοποίησε και τα χρησιμοποίησε για την παρατήρηση του ουρανού. Στις 25 Αυγούστου 1609, από την κορυφή του κωδωνοστασίου του Αγίου Μάρκου στη Βενετία εξήγησε τη χρήση του στον δόγη και στις άλλες προσωπικότητες της πόλης. Ο ενθουσιασμός υπήρξε τεράστιος και ο Γ. πέτυχε έτσι την αύξηση του μισθού του. Αργότερα κατασκεύασε ένα τηλεσκόπιο κατάλληλο για τη μεγέθυνση κοντινών αντικειμένων. Αυτή υπήρξε η αρχή του μικροσκοπίου.
Τη νύχτα της 7ης Ιανουαρίου 1610, ο Γ. έστρεψε στον ουρανό το πρώτο τηλεσκόπιο και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το έργο Ο άγγελος των αστέρων (Sidereus Nuncius). Με την περιγραφή των ανακαλύψεών του κατέρρευσε ο μύθος της τελειότητας των ουράνιων σωμάτων και αποδείχτηκε πιθανότατο το ηλιοκεντρικό σύστημα. Η επιφάνεια της Σελήνης δεν φάνηκε λεία και τέλεια, αλλά διάσπαρτη με όρη, κοιλάδες και κρατήρες. Ο Ήλιος, που τον θεωρούσαν έως τότε το τυπικότερο σύμβολο της ουράνιας σταθερότητας, φάνηκε σπαρμένος με κηλίδες. Η ανακάλυψη εξάλλου των φάσεων της Αφροδίτης απέδειξε ότι ο πλανήτης αυτός περιφερόταν γύρω από τον Ήλιο και συνεπώς η Γη δεν είναι το κέντρο όλων των ουράνιων κινήσεων. Η ανακάλυψη των τεσσάρων δορυφόρων του Δία προσέφερε ένα πρότυπο πλανητικού συστήματος σε μικρογραφία. Για να τιμήσει τον οίκο των Μεδίκων, ο Γ. ονόμασε πλανήτες των Μεδίκων τους δορυφόρους του Δία. Η σπουδαιότητα των ανακαλύψεων αυτών μεγάλωσε πολύ τη φήμη του Γ. και ο Κόσιμος Β’ τον κάλεσε στη Φλωρεντία και τον διόρισε πρώτο φιλόσοφο και μαθηματικό του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης. Στην αρχή κατάφερε να πετύχει την αναγνώριση των ανακαλύψεών του από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Κέπλερ, όπως επίσης και από τους πανίσχυρους ιησουίτες αστρονόμους. Πράγματι, σε ένα από τα ταξίδια του στη Ρώμη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πάπα Παύλο Ε’. Στον κήπο του Κυρηναλίου έδειξε τις ανακαλύψεις του στους ιησουίτες επιστήμονες του Ρωμαϊκού Κολεγίου και έγινε μέλος της Ακαδημίας των Λυγκέων, τιμή που τον ικανοποίησε ιδιαίτερα.
Αλλά τότε άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες, προμηνύματα της θύελλας που θα ερχόταν, καθώς μερικοί αμφέβαλαν για την εγκυρότητα των αστρονομικών του ανακαλύψεων· άλλοι αριστοτελικοί επαναστατούσαν εναντίον των αποτελεσμάτων μιας μελέτης για τα ουράνια σώματα. Το 1613 η κατάσταση έγινε σοβαρότερη και οι αστρονομικές ανακαλύψεις του, που επαλήθευαν το σύστημα του Κοπέρνικου, του έδωσαν θάρρος να διακηρύξει τις ιδέες του, σίγουρος ότι όλοι έπρεπε να παραδεχτούν τη μαρτυρία των γεγονότων. Έτσι, σε τέσσερα γράμματα, από τα οποία περίφημα είναι τα γράμματα προς τον Μπενεντέτο Καστέλι (1613) και προς τη Χριστίνα της Λορένης (1615), τα οποία κυκλοφόρησαν σε απειράριθμα αντίγραφα (αν και όχι όλα ακριβή), προσπάθησε απερίσκεπτα να αποδείξει ότι η θεωρία της κίνησης της Γης δεν αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των χριστιανικών γραφών. Τα γράμματα προκάλεσαν μεγάλη ταραχή και βίαιες επιθέσεις. Ο Γ. καταγγέλθηκε στο συμβούλιο του Βατικανού στη Ρώμη. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Γ. σε ένα νέο ταξίδι του στη Ρώμη, το συμβούλιο με πρόεδρο τον Ρομπέρτο Μπελαρμίνο αποφάσισε (Φεβρουάριος 1616) να λογοκρίνει το σύστημα του Κοπέρνικου και διέταξε τον Γ. να αποφεύγει τη διδασκαλία, διάδοση ή επεξεργασία των θεωριών του Κοπέρνικου. Ο Γ., μην έχοντας περιθώρια άρνησης, δέχτηκε και υποσχέθηκε να υπακούσει.
Αυτή η πρώτη ήττα δεν στάθηκε βέβαια ικανή να αποτρέψει τον Γ. από την ερευνητική εργασία του. Μόλις γύρισε στη Φλωρεντία, παρά την αβέβαιη σωτηρία του, επανέλαβε τις μελέτες, τις παρατηρήσεις και την προετοιμασία νέων έργων. Το 1623 δημοσίευσε τον Χρυσό ζυγό στον οποίο, απαντώντας στις επικρίσεις εναντίον του συστήματος του Κοπέρνικου που είχε διατυπώσει ο Γκράσι σε ένα βιβλίο του, ανέπτυσσε τις δικές του ουράνιες ανακαλύψεις και κατέρριπτε σημείο προς σημείο τις θεωρίες του Γκράσι. Είναι ένα ζωηρότατο έργο, γραμμένο με ικανότητα έμπειρου συζητητή και με διαύγεια διατύπωσης, που αποκαλύπτει τον Γ. δεξιοτέχνη της επιστημονικής συγγραφής.
Τον ίδιο χρόνο ανέβηκε στον παπικό θρόνο με το όνομα Ουρβανός Η’ ο καρδινάλιος Μαφέο Μπαρμπερίνι, που είχε γιορτάσει με στίχους τις ουράνιες ανακαλύψεις του Γ. και έτσι αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του σοφού. Ύστερα από μερικά χρόνια εργασίας, ο Γ. κατάφερε να πάρει από την παπική λογοκρισία την άδεια (1632) να τυπώσει τον Διάλογομεταξύ των δύο μεγίστων κοσμοθεωριών. Σε αυτόν, αν και χωρίς να γίνεται φανερά εκλογή μεταξύ των συστημάτων του Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου, είναι πολύ καθαρές οι απόψεις του συγγραφέα. Το έργο προκάλεσε στην Ευρώπη μεγάλο θαυμασμό, αλλά πέντε μήνες αργότερα ο Γ. κλήθηκε στη Ρώμη να λογοδοτήσει για το βιβλίο του, το οποίο κρίθηκε δίκαια ως έργο κριτικής και πολεμικής επίθεσης. Η δίκη κράτησε τέσσερις μήνες. Στις 16 Ιουνίου 1633, στο μέγαρο του Κυρηναλίου, το Συμβούλιο της Αγίας Έδρας καταδίκασε τον Γ. σε απάρνηση των πεποιθήσεών του και φυλάκιση, σύμφωνα με τη θέληση της Ιεράς Εξέτασης, η οποία απαγόρευσε τον Διάλογο. Στις 22 Ιουνίου ο Γ. αποκήρυξε τις δοξασίες του. Την καταδίκη σε φυλάκιση μετέτρεψε ο Ουρβανός Η’ αρχικά σε περιορισμό στους κήπους της Τρινιτά ντέι Μόντι, μετά στη Σιένα και τέλος στο Αρτσέτρι.
Η νίκη των ιησουιτών εξανέμισε τις ελπίδες του Γ. ότι θα έπειθε την Αγία Έδρα να αναγνωρίσει την ελευθερία των επιστημών και γέμισε με πικρία την ψυχή του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που τα πέρασε στο Αρτσέτρι, τα σκίασαν δύο ακόμα φοβερές πληγές: ο θάνατος της αγαπημένης του κόρης Βιργινίας, που ήταν μοναχή στο μοναστήρι του Σαν Ματέο με το όνομα της αδελφής Μαρία Σελέστε και η τύφλωση που τον προσέβαλε (1637). Αλλά μέσα σε τόσα δεινά κατάφερε, με τη δύναμη του χαρακτήρα του, να συνεχίσει τις μελέτες και τις έρευνες και να διατηρήσει ζωηρή αλληλογραφία με τους φίλους και τους θαυμαστές του. Το 1638 δημοσιεύτηκε στο Λέιντεν το μεγαλύτερο έργο του, Διάλογοι καιμαθηματικές αποδείξειςγια δύο νέες επιστήμες συνδεδεμένες με τη μηχανική και τις τοπικές κινήσεις, στο οποίο συγκέντρωσε, ανέπτυξε και επεξεργάστηκε τις μελέτες του για τη μηχανική, στις οποίες αφιέρωσε σαράντα χρόνια. Αυτό είναι το αποκορύφωμα του έργου του, που έδωσε στη σύγχρονη επιστήμη τους πρώτους νόμους της.
Πραγματικά ο Γ. υπήρξε ο πρώτος που διατύπωσε, αν και όχι σε πλήρη μορφή, την αρχή της αδρανείας, αναγνωρίζοντας ότι σε απουσία δυνάμεων τα σώματα κινούνται με σταθερή ταχύτητα. Αλλά μέσα στο έργο του υπήρχαν περισσότερα, όπως ο νόμος της επιταχυνόμενης κίνησης ενός σώματος με την επίδραση σταθερής δύναμης. Η διατύπωση της αρχής ότι με τις συνθήκες αυτές η ταχύτητα αυξάνεται σε κάθε στιγμή ανάλογα με τον χρόνο που πέρασε από την αρχή της κίνησης και ότι συνεπώς το διάστημα που διανύεται είναι ανάλογο προς το τετράγωνο του χρόνου που χρειάστηκε για να διανυθεί υπήρξε η τελική ήττα της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης και έκανε φανερή τη δυνατότητα εφαρμογής των μαθηματικών, με τις ακριβείς ποσοτικές σχέσεις, στη μελέτη όλων των φυσικών φαινομένων (και όχι μόνο των ουράνιων). Έτσι άνοιξε πραγματικά τον δρόμο στην ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης.
Αυτό ήταν ένα τυπικό αποτέλεσμα της μεθόδου έρευνας του Γ., η οποία αποτελεί την πιο σημαντική κληρονομιά του, περισσότερο ακόμα και από τις ειδικές προσφορές του στους ιδιαίτερους τομείς της γνώσης. Για τον Γ., η γνώση επιτυγχάνεται με τη σύνθεση δύο απαραίτητων οργάνων, του αισθητού πειράματος και της ασφαλούς απόδειξης. Το πρώτο αναφέρεται στη μέτρηση των φαινομένων που εξετάζονται. Πρέπει δηλαδή να προχωρούμε πέρα από την ποιοτική παρατήρηση, η οποία περιορίζεται σε μια επιφανειακή περιγραφή, χωρίς ικανότητα πρόβλεψης, για να φτάσουμε να εκφράσουμε τα αποτελέσματα του πειράματος με αριθμούς. Μόνο σε αυτό το σημείο είναι δυνατόν να εκφράσουμε ως υπόθεση έναν νόμο με τη μορφή μαθηματικής σχέσης, η οποία θα επιτρέπει την πρόβλεψη με τη βοήθεια πράξεων και αποδείξεων απολύτως ασφαλών, των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε άλλης μέτρησης σχετικής με τα φαινόμενα που εξετάζονται. Στην αντίθετη περίπτωση είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε υποθέσεις και να διατυπώσουμε άλλους νόμους, εφόσον ένας από αυτούς δεν συμφωνεί με τα πειραματικά δεδομένα. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι με τον τρόπο αυτό το πείραμα που επιβεβαιώνει τη θεωρία πρέπει γενικά να επινοηθεί από την ικανότητα του επιστήμονα, ο οποίος δεν περιορίζεται να παρατηρεί παθητικά τα φυσικά φαινόμενα, αλλά τα αναπαράγει και τα προκαλεί κάτω από συνθήκες κατάλληλες και ιδιαίτερες, οι οποίες επινοούνται για να γίνει μια επαλήθευση ή διάψευση του ορισμένου ερωτήματος.
Η μέθοδος του Γ. κατέβασε λοιπόν από τους ουρανούς των αφαιρέσεων τις έννοιες και τις αμφισβητήσεις της επιστήμης και τις έκανε να στηρίζονται σε ακριβείς παρατηρήσεις, πειράματα και μετρήσεις. Σε αυτό διέφερε καθαρά, για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης, από τις μεθόδους της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας, και άνοιξε συνεπώς τον δρόμο στις πειραματικές επιστήμες, στις οποίες οφείλονται οι μεγάλες εξελίξεις της σύγχρονης φυσικής και τεχνικής.
μετασχηματισμός του Γ. Στην κλασική μηχανική, ονομάζεται έτσι ο μετασχηματισμός των μετρήσεων του χώρου και του χρόνου από έναν παρατηρητή σε έναν άλλο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον πρώτο. Η μαθηματική του έκφραση δίνεται από το σύνολο των εξισώσεων: {x’ = x – ut, y’ = y, z’ = z, t’ = t}, όπου x, y, z είναι οι συντεταγμένες του ενός παρατηρητή στο σημείο 0, x’, y’, z’ οι συντεταγμένες του άλλου στο σημείο 0’, t, t’ οι χρόνοι του γεγονότος στα αντίστοιχα συστήματα αναφοράς των δύο παρατηρητών (S και S’) και u η σχετική ταχύτητα κίνησης των δύο συστημάτων αναφοράς. Στις εξισώσεις αυτές που συμβιβάζονται με τη νευτώνεια μηχανική, ο άξονας χ έχει θεωρηθεί ότι περνά από τα σημεία 0 και 0’ και ως αρχή της χρονικής κλίμακας θεωρείται η στιγμή που τα σημεία 0, 0’ συμπίπτουν. Αν υποθέσουμε ότι οι συντεταγμένες x, y, z και x’ y’, z’ είναι συντεταγμένες ενός κινούμενου σώματος, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στον μετασχηματισμό της ταχύτητας αν διαφορίσουμε τις εξισώσεις μετασχηματισμού ως προς τον χρόνο: {Ux = U’x + U, Uy – U’y, U2 = U2}. Μια ακόμα διαφόριση δίνει {αx = α’x, αy = α’y, αz = α’z} και επιβεβαιώνει το αναλλοίωτο της επιτάχυνσης για τους δύο παρατηρητές. Οι νόμοι της μηχανικής είναι αναλλοίωτοι κάτω από τον μετασχηματισμό του Γ., αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και για τους νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού. Στην περίπτωση αυτή ο μηχανισμός του Γ. αντικαθίσταται από έναν άλλο μετασχηματισμό που επιτρέπει στους νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού να είναι αναλλοίωτοι (μετασχηματισμός Λόρεντς).
Η έπαυλη Σένι στη Φλωρεντία, κατοικία του Γαλιλαίου την εποχή πριν από την καταδίκη του.
Πίνακας του ζωγράφου Τίτο Λέσι, που εικονίζει τον Γαλιλαίο να υπαγορεύει στον γιο του Βιτσέντζο το έργο του «Διάλογοι και μαθηματικές αποδείξεις για δύο νέες επιστήμες», με το οποίο έδωσε στη σύγχρονη επιστήμη τους πρώτους νόμους της· στα τελευταία χρόνια της ζωής του, περιορισμένος στο Αρτσέτρι, τυφλώθηκε εντελώς (Αστεροσκοπείο του Αρτσέτρι, Ιταλία· φωτ. Igda).
Προσωπογραφία του Γαλιλαίου, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Γιοστ Σούστερμαν (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία).
Προμετωπίδα της πρώτης έκδοσης του έργου του Γαλιλαίου «Ο άγγελος των αστέρων» (Sidereus Nuncius, 1610), με το οποίο ο σπουδαίος επιστήμονας της Αναγέννησης κατέρριψε τον μύθο για την τελειότητα των ουράνιων σωμάτων.
Ουράνια σφαίρα που χρησιμοποιούσε ο Γαλιλαίος· οι αστρονομικές παρατηρήσεις του μεγάλου σοφού της Αναγέννησης διεύρυναν τις γνώσεις της εποχής του για το σύμπαν (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.